- ανερμήνευτος
- -η, -ο (Α ἀνερμήνευτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται ερμηνεία, ανεξήγητος2. ανέκφραστος, απερίγραπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνερμήνευτος — with none to interpret masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανερμήνευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ερμηνευτεί, ανεξήγητος: Μερικές αρχαίες επιγραφές είναι ανερμήνευτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνερμηνεύτως — ἀνερμήνευτος with none to interpret adverbial ἀνερμήνευτος with none to interpret masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμήνευτον — ἀνερμήνευτος with none to interpret masc/fem acc sg ἀνερμήνευτος with none to interpret neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμηνεύτου — ἀνερμήνευτος with none to interpret masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμηνεύτους — ἀνερμήνευτος with none to interpret masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμήνευτα — ἀνερμήνευτος with none to interpret neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμήνευτοι — ἀνερμήνευτος with none to interpret masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несъкажемыи — (2*) пр. Несказанный; не поддающийся пониманию, объяснению: и вьси благодар˫ахѹ и славл˫ахѹ б҃а. о вьсѣхъ ˫аже творѧше ст҃ыма преславьна˫а и предивьна˫а и несъкажема˫а чюдеса. СкБГ XII, 22в; ˫ако же ѥ речено. нб҃сьна˫а радость. и пища несъкажема … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος … Dictionary of Greek